αξιοσύνη

αξιοσύνη
η
ικανότητα, καπατσοσύνη, το να είναι κανείς άξιος: Η μητέρα της θαύμαζε την αξιοσύνη της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αξιοσύνη — κ. αξωσύνη, η (Μ ἀξιοσύνη) [άξιος] ικανότητα, επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …   Dictionary of Greek

  • αξιότητα — αξιότητα, η και αξιότη, η η αξιοσύνη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρετή — η 1. ικανότητα, αξιοσύνη: Η κυριότερη αρετή ενός ηγέτη είναι να ξέρει να κατευθύνει. 2. προτέρημα, χάρισμα: Έχει μια σημαντική αρετή, είναι ειλικρινής. 3. ο σεβασμός των ηθικών κανόνων: Άνθρωπος με τέτοια αρετή δεν μπορεί να έχει κάνει αυτά που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάρκεια — η 1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας πράγματος: Επάρκεια τροφίμων. 2. ικανότητα, αξιότητα, αξιοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργατικότητα — η η ιδιότητα του εργατικού, η αγάπη για την εργασία, η φιλοπονία, η αξιοσύνη: Ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους για την εργατικότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”